Το μαντολίνο ανήκει στην κατηγορία των νυκτών εγχόρδων οργάνων. Τα έγχορδα (ή αλλιώς χορδόφωνα) όργανα εμφανίζονται ήδη από το 2000 π.χ. Οι Ιταλοί το ονόμασαν μαντολίνο (που σημαίνει αμυγδαλάκι) λόγο του ΄ότι αποτελεί το μικρό αδερφό της οικογένειας και αποτελεί τη sporano (την συχνοτικά υψηλότερη) εκδοχή τους, με κούρδισμα από την πάνω χορδή προς την κάτω (G3, D4, A4, E5).
Το μαντολίνο επικρατεί κυρίως στη Νάπολη και τη Ρώμη όπου ζουν μερικοί από τους σπουδαιότερος κατασκευαστές όπως ο Calace, o Luigi Emberger, η οικογένεια Ferrari κ.α.
Ωστόσο καθοριστικό ρόλο για τον σχεδιασμό και την κατασκευή του σύγχρονου οβάλ μαντολίνου, υπήρξε η συμβολή των κατασκευαστών της ναπολιτάνικης οικογένειας Vinaccia (1770).
Αργότερα με την μεταφορά του ορ΄γανου στην Αμερική, κατασκευάζεται στις αρχές του 20ου αιώνα από τον Orville Gibson (1856-1918) το πρώτο επίπεδο (πλακέ σκάφος και τρύπες σε σχήμα <<f>> όπως του βιολιού) μαντολίνο.
Στα νησιά του Ιονίου που είναι πολύ κοντά στην πατρίδα του, αποτελεί το κατ’ εξοχήν όργανο με πρωταρχικό ρόλο σε κάθε κοινωνική εκδήλωση. Το συναντάμε επίσης και στην Κρήτη συχνά είτε με ιταλικό θολωτό σκάφος είτε με το αμερικάνικου τύπου (επίπεδο σκάφος).
Το μαντολίνο λόγο του μικρού μεγέθους και της μεγάλης του μουσικής έκτασης ε΄χει μπει για τα καλά στη ελληνική καθημερινότητα. Το συναντάμε πολύ συχνά στην ελληνική λαϊκή και έντεχνη μουσική. Κορυφαίοι συνθέτες όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Ξαρχάκος και πολλοί άλλοι θα το χρησιμοποιήσουν συχνά με πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο τους τους, στη δισκογραφία, τον κινηματογράφο και σε συναυλίες.